μηχανητικός

μηχανητικός
μηχανητικός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μηχανητικός — μηχανητικός, ή, όν (Α) [μηχανώμαι] αυτός που είναι επιτήδειος στο να επινοεί, εφευρετικός, επινοητικός …   Dictionary of Greek

  • μηχανητικόν — μηχανητικός masc acc sg μηχανητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”